Translation meaning & definition of the word "queasy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασίλειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Queasy
[Κουιαστικό]/kwizi/
adjective
1. Causing or able to cause nausea
- "A nauseating smell"
- "Nauseous offal"
- "A sickening stench"
- synonym:
- nauseating ,
- nauseous ,
- noisome ,
- queasy ,
- loathsome ,
- offensive ,
- sickening ,
- vile
1. Προκαλώντας ή ικανό να προκαλέσει ναυτία
- "Μια ναυτική μυρωδιά"
- "Ναυτικό εντόσθια"
- "Μια αρρωστημένη δυσωδία"
- συνώνυμο:
- ναυτία ,
- θορυβώδησ ,
- βασιλικόσ ,
- απεχθής ,
- επιθετικός ,
- αρρωσταίνω ,
- αχρείος
2. Feeling nausea
- Feeling about to vomit
- synonym:
- nauseated ,
- nauseous ,
- queasy ,
- sick ,
- sickish
2. Αίσθημα ναυτίας
- Αίσθημα εμετού
- συνώνυμο:
- ναυτία ,
- βασιλικόσ ,
- άρρωστος ,
- ασθενικόσ
3. Causing or fraught with or showing anxiety
- "Spent an anxious night waiting for the test results"
- "Cast anxious glances behind her"
- "Those nervous moments before takeoff"
- "An unquiet mind"
- synonym:
- anxious ,
- nervous ,
- queasy ,
- uneasy ,
- unquiet
3. Προκαλώντας ή γεμάτη με ή δείχνοντας άγχος
- "Πέρασε μια ανήσυχη νύχτα περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων"
- "Ανήσυχη ματιά πίσω της"
- "Αυτές οι νευρικές στιγμές πριν την απογείωση"
- "Ένα ανήσυχο μυαλό"
- συνώνυμο:
- ανήσυχος ,
- νευρικός ,
- βασιλικόσ ,
- ανίκανος