Translation meaning & definition of the word "quay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quay
[Αποβάθρα]/ki/
noun
1. Wharf usually built parallel to the shoreline
- synonym:
- quay
1. Η αποβάθρα συνήθως χτίζεται παράλληλα με την ακτογραμμή
- συνώνυμο:
- αποβάθρα
Examples of using
She was waiting at the quay as the ship came in.
Περίμενε στην αποβάθρα καθώς μπήκε το πλοίο.