Translation meaning & definition of the word "quash" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quash
[Κουάζ]/kwɔʃ/
verb
1. Put down by force or intimidation
- "The government quashes any attempt of an uprising"
- "China keeps down her dissidents very efficiently"
- "The rich landowners subjugated the peasants working the land"
- synonym:
- repress ,
- quash ,
- keep down ,
- subdue ,
- subjugate ,
- reduce
1. Να καταστραφεί με βία ή εκφοβισμό
- "Η κυβέρνηση καταρρίπτει κάθε προσπάθεια εξέγερσης"
- "Η κίνα κρατάει τους αντιφρονούντες της πολύ αποτελεσματικά"
- "Οι πλούσιοι γαιοκτήμονες υπέταξαν τους αγρότες που εργάζονταν στη γη"
- συνώνυμο:
- καταστέλλω ,
- κουά ,
- παραμένω κάτω ,
- υποταγή ,
- υποδουλώνω ,
- μειώνω
2. Declare invalid
- "The contract was annulled"
- "Void a plea"
- synonym:
- invalidate ,
- annul ,
- quash ,
- void ,
- avoid ,
- nullify
2. Δηλώνω άκυρη
- "Η σύμβαση ακυρώθηκε"
- "Αποφύγετε την έκκληση"
- συνώνυμο:
- ακυρώνω ,
- κουά ,
- κενό ,
- αποφύγετε