Translation meaning & definition of the word "quartz" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλαζίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quartz
[Χαλαζίασ]/kwɔrts/
noun
1. Colorless glass made of almost pure silica
- synonym:
- quartz glass ,
- quartz ,
- vitreous silica ,
- lechatelierite ,
- crystal
1. Άχρωμο γυαλί από σχεδόν καθαρό πυρίτιο
- συνώνυμο:
- γυαλί χαλαζία ,
- χαλαζίας ,
- υαλώδες πυρίτιο ,
- λεχατελιερίτησ ,
- κρύσταλλο
2. A hard glossy mineral consisting of silicon dioxide in crystal form
- Present in most rocks (especially sandstone and granite)
- Yellow sand is quartz with iron oxide impurities
- synonym:
- quartz
2. Ένα σκληρό γυαλιστερό ορυκτό που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου σε κρυσταλλική μορφή
- Παρόν στα περισσότερα βράχια (ειδικά ψαμμίτης και γρανίτης)
- Η κίτρινη άμμος είναι χαλαζίας με τις ακαθαρσίες οξειδίων σιδήρου
- συνώνυμο:
- χαλαζίας
Examples of using
Jackdaws love my big sphinx of quartz.
Τα τζάκνταου αγαπούν τη μεγάλη μου σφίγγα του χαλαζία.