Translation meaning & definition of the word "quarto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουάρτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quarto
[Τετράδιο]/kwɔrtoʊ/
noun
1. The size of a book whose pages are made by folding a sheet of paper twice to form four leaves
- synonym:
- quarto ,
- 4to
1. Το μέγεθος ενός βιβλίου του οποίου οι σελίδες γίνονται με την αναδίπλωση ενός φύλλου χαρτιού δύο φορές για να σχηματίσουν τέσσερα φύλλα
- συνώνυμο:
- τετραγωνικό ,
- 4το