Translation meaning & definition of the word "quartet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουαρτέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quartet
[Κουαρτέτο]/kwɔrtɛt/
noun
1. The cardinal number that is the sum of three and one
- synonym:
- four ,
- 4 ,
- IV ,
- tetrad ,
- quatern ,
- quaternion ,
- quaternary ,
- quaternity ,
- quartet ,
- quadruplet ,
- foursome ,
- Little Joe
1. Ο καρδινάλιος αριθμός που είναι το άθροισμα των τριών και ενός
- συνώνυμο:
- τέσσερα ,
- 4 ,
- ΙΒ ,
- τετράδα ,
- τετραπλούσ ,
- τετραπλό ,
- τεταρτοταγή ,
- τετραπλότητα ,
- κουαρτέτο ,
- τετράκλινο ,
- Μικρό Τζο
2. Four performers or singers who perform together
- synonym:
- quartet ,
- quartette
2. Τέσσερις ερμηνευτές ή τραγουδιστές που ερμηνεύουν μαζί
- συνώνυμο:
- κουαρτέτο ,
- τετραμελέτα
3. A set of four similar things considered as a unit
- synonym:
- quartet ,
- quartette ,
- quadruplet ,
- quadruple
3. Ένα σύνολο τεσσάρων παρόμοιων πραγμάτων που θεωρούνται ως μονάδα
- συνώνυμο:
- κουαρτέτο ,
- τετραμελέτα ,
- τετράκλινο ,
- τετραπλάσιοσ
4. Four people considered as a unit
- "He joined a barbershop quartet"
- "The foursome teed off before 9 a.m."
- synonym:
- quartet ,
- quartette ,
- foursome
4. Τέσσερα άτομα θεωρούνται ως μονάδα
- "Εντάχθηκε σε κουαρτέτο κουρείου κουρείου"
- "Το τετράδυμο ξεκίνησε πριν τις 9 το πρωί."
- συνώνυμο:
- κουαρτέτο ,
- τετραμελέτα ,
- τετράδα
5. A musical composition for four performers
- synonym:
- quartet ,
- quartette
5. Μια μουσική σύνθεση για τέσσερις ερμηνευτές
- συνώνυμο:
- κουαρτέτο ,
- τετραμελέτα