Translation meaning & definition of the word "quarter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίμηνο" στην ελληνική γλώσσα
Quarter
[Τεταρτημόριο]noun
1. One of four equal parts
- "A quarter of a pound"
- synonym:
- one-fourth ,
- fourth ,
- one-quarter ,
- quarter ,
- fourth part ,
- twenty-five percent ,
- quartern
1. Ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη
- "Ένα τέταρτο της λίρας"
- συνώνυμο:
- ένα τέταρτο ,
- τέταρτος ,
- τέταρτο ,
- τέταρτο μέρος ,
- είκοσι πέντε τοις εκατό ,
- λατομείο
2. A district of a city having some distinguishing character
- "The latin quarter"
- synonym:
- quarter
2. Μια περιοχή μιας πόλης που έχει κάποιο διακριτικό χαρακτήρα
- "Η λατινική συνοικία"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
3. (football, professional basketball) one of four divisions into which some games are divided
- "Both teams scored in the first quarter"
- synonym:
- quarter
3. (ποδόσφαιρο, επαγγελματικό μπάσκετ) ένα από τα τέσσερα τμήματα στα οποία χωρίζονται μερικά παιχνίδια
- "Και οι δύο ομάδες σκόραραν στο πρώτο δεκάλεπτο"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
4. A unit of time equal to 15 minutes or a quarter of an hour
- "It's a quarter til 4"
- "A quarter after 4 o'clock"
- synonym:
- quarter
4. Μια μονάδα χρόνου ίση με 15 λεπτά ή ένα τέταρτο της ώρας
- "Είναι ένα τέταρτο έως 4"
- "Ένα τέταρτο μετά τις 4 η ώρα"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
5. One of four periods into which the school year is divided
- "The fall quarter ends at christmas"
- synonym:
- quarter
5. Μία από τις τέσσερις περιόδους στις οποίες χωρίζεται το σχολικό έτος
- "Το τρίμηνο του φθινοπώρου τελειώνει τα χριστούγεννα"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
6. A fourth part of a year
- Three months
- "Unemployment fell during the last quarter"
- synonym:
- quarter
6. Τέταρτο μέρος ενός έτους
- Τρεις μήνες
- "Η ανεργία μειώθηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
7. One of the four major division of the compass
- "The wind is coming from that quarter"
- synonym:
- quarter
7. Ένας από τους τέσσερις μεγάλους διαχωρισμούς της πυξίδας
- "Ο άνεμος προέρχεται από εκείνο το τρίμηνο"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
8. A quarter of a hundredweight (25 pounds)
- synonym:
- quarter
8. Ένα τέταρτο του εκατόβαρου (25 κιλά)
- συνώνυμο:
- τέταρτο
9. A quarter of a hundredweight (28 pounds)
- synonym:
- quarter
9. Ένα τέταρτο του εκατόβαρου (28 κιλά)
- συνώνυμο:
- τέταρτο
10. A united states or canadian coin worth one fourth of a dollar
- "He fed four quarters into the slot machine"
- synonym:
- quarter
10. Ένα νόμισμα των ηνωμένων πολιτειών ή του καναδά αξίζει το ένα τέταρτο του δολαρίου
- "Τάισε τέσσερα τέταρτα στο κουλοχέρη"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
11. An unspecified person
- "He dropped a word in the right quarter"
- synonym:
- quarter
11. Ένα απροσδιόριστο άτομο
- "Έχυσε μια λέξη στο δεξί δεκάλεπτο"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
12. The rear part of a ship
- synonym:
- stern ,
- after part ,
- quarter ,
- poop ,
- tail
12. Το πίσω μέρος ενός πλοίου
- συνώνυμο:
- στερν ,
- μετά το μέρος ,
- τέταρτο ,
- πουλί ,
- ουρά
13. Piece of leather that comprises the part of a shoe or boot covering the heel and joining the vamp
- synonym:
- quarter
13. Κομμάτι δέρματος που αποτελεί το μέρος ενός παπουτσιού ή μπότας που καλύπτει τη φτέρνα και ενώνει το βαμπίρ
- συνώνυμο:
- τέταρτο
14. Clemency or mercy shown to a defeated opponent
- "He surrendered but asked for quarter"
- synonym:
- quarter
14. Ευσπλαχνία ή έλεος που εμφανίζεται σε έναν ηττημένο αντίπαλο
- "Παραδόθηκε, αλλά ζήτησε τρίμηνο"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
verb
1. Provide housing for (military personnel)
- synonym:
- quarter ,
- billet ,
- canton
1. Παροχή κατοικίας για (στρατιωτικό προσωπικό)
- συνώνυμο:
- τέταρτο ,
- παλαμάκι ,
- καντόνι
2. Pull (a person) apart with four horses tied to his extremities, so as to execute him
- "In the old days, people were drawn and quartered for certain crimes"
- synonym:
- draw ,
- quarter ,
- draw and quarter
2. Τραβήξτε το πρόσωπο ( χώρια με τέσσερα άλογα δεμένα στα άκρα του, έτσι ώστε να τον εκτελέσει
- "Τις παλιές ημέρες, οι άνθρωποι κληρώθηκαν και τετραγωνίστηκαν για ορισμένα εγκλήματα"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- τέταρτο ,
- ισοπαλία και τρίμηνο
3. Divide into quarters
- "Quarter an apple"
- synonym:
- quarter
3. Χωρίζω σε τέταρτα
- "Τρίμηνο ένα μήλο"
- συνώνυμο:
- τέταρτο
4. Divide by four
- Divide into quarters
- synonym:
- quarter
4. Διαίρεση με τέσσερα
- Χωρίζω σε τέταρτα
- συνώνυμο:
- τέταρτο