Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "quarry" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παραμύθι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Quarry

[Λατομείο]
/kwɔri/

noun

1. A person who is the aim of an attack (especially a victim of ridicule or exploitation) by some hostile person or influence

  • "He fell prey to muggers"
  • "Everyone was fair game"
  • "The target of a manhunt"
    synonym:
  • prey
  • ,
  • quarry
  • ,
  • target
  • ,
  • fair game

1. Ένα άτομο που είναι ο στόχος μιας επίθεσης (ειδικά ένα θύμα γελοιοποίησης ή εκμετάλλευσης) από κάποιο εχθρικό πρόσωπο ή επιρροή

  • "Έπεσε θύμα των ληστών"
  • "Όλοι ήταν δίκαιο παιχνίδι"
  • "Ο στόχος ενός ανθρωποκυνηγιού"
    συνώνυμο:
  • θήραμα
  • ,
  • λατομείο
  • ,
  • στόχος
  • ,
  • δίκαιο παιχνίδι

2. A surface excavation for extracting stone or slate

  • "A british term for `quarry' is `stone pit'"
    synonym:
  • pit
  • ,
  • quarry
  • ,
  • stone pit

2. Μια επιφανειακή ανασκαφή για την εξαγωγή πέτρας ή σχιστόλιθου

  • "Ένας βρετανικός όρος για την `πέτρα'' είναι `πέτρινος λάκκος'"
    συνώνυμο:
  • λάκκο
  • ,
  • λατομείο
  • ,
  • πέτρινο λάκκο

3. Animal hunted or caught for food

    synonym:
  • prey
  • ,
  • quarry

3. Ζώα κυνηγούσαν ή πιάστηκαν για φαγητό

    συνώνυμο:
  • θήραμα
  • ,
  • λατομείο

verb

1. Extract (something such as stones) from or as if from a quarry

  • "Quarry marble"
    synonym:
  • quarry

1. Εκχύλισμα (κάτι όπως πέτρες) από ή σαν από λατομείο

  • "Βαθύ μάρμαρο"
    συνώνυμο:
  • λατομείο