Translation meaning & definition of the word "quarrel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρέλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quarrel
[Καραβίδα]/kwɔrəl/
noun
1. An angry dispute
- "They had a quarrel"
- "They had words"
- synonym:
- quarrel ,
- wrangle ,
- row ,
- words ,
- run-in ,
- dustup
1. Μια θυμωμένη διαμάχη
- "Είχαν μια διαμάχη"
- "Είχαν λόγια"
- συνώνυμο:
- διαμάχη ,
- στριφογυρίζω ,
- σειρά ,
- λέξεισ ,
- τρέχω ,
- ξεσκονίζω
2. An arrow that is shot from a crossbow
- Has a head with four edges
- synonym:
- quarrel
2. Ένα βέλος που πυροβολείται από ένα τόξο
- Έχει κεφάλι με τέσσερις άκρες
- συνώνυμο:
- διαμάχη
verb
1. Have a disagreement over something
- "We quarreled over the question as to who discovered america"
- "These two fellows are always scrapping over something"
- synonym:
- quarrel ,
- dispute ,
- scrap ,
- argufy ,
- altercate
1. Διαφωνώ με κάτι
- "Μαλώσαμε για το ερώτημα ποιος ανακάλυψε την αμερική"
- "Αυτοί οι δύο άνθρωποι πάντα καταρρέουν πάνω από κάτι"
- συνώνυμο:
- διαμάχη ,
- διαφωνία ,
- απορρίμματα ,
- αργουφίτσα ,
- αλλοιώνω
Examples of using
Let's not quarrel about this.
Ας μην τσακωθούμε για αυτό.
They haven't been friends since that quarrel.
Δεν είναι φίλοι από τότε που διαμάχη.
Tom and I always quarrel.
Ο Τομ κι εγώ πάντα τσακώνονται.