Translation meaning & definition of the word "quarantine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καραντίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quarantine
[Καραντίνα]/kwɔrəntin/
noun
1. Enforced isolation of patients suffering from a contagious disease in order to prevent the spread of disease
- synonym:
- quarantine
1. Επιβαλλόμενη απομόνωση των ασθενών που πάσχουν από μεταδοτική ασθένεια για την πρόληψη της εξάπλωσης της νόσου
- συνώνυμο:
- καραντίνα
2. Isolation to prevent the spread of infectious disease
- synonym:
- quarantine
2. Απομόνωση για την πρόληψη της εξάπλωσης των μολυσματικών ασθενειών
- συνώνυμο:
- καραντίνα
verb
1. Place into enforced isolation, as for medical reasons
- "My dog was quarantined before he could live in england"
- synonym:
- quarantine
1. Τοποθετήστε το σε επιβεβλημένη απομόνωση, όπως για ιατρικούς λόγους
- "Ο σκύλος μου ήταν σε καραντίνα πριν μπορέσει να ζήσει στην αγγλία"
- συνώνυμο:
- καραντίνα