Translation meaning & definition of the word "quantum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κβάντουμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quantum
[Κβάντουμ]/kwɑntəm/
noun
1. A discrete amount of something that is analogous to the quantities in quantum theory
- synonym:
- quantum
1. Μια διακριτή ποσότητα κάτι που είναι ανάλογη με τις ποσότητες στην κβαντική θεωρία
- συνώνυμο:
- κβαντικόσ
2. (physics) the smallest discrete quantity of some physical property that a system can possess (according to quantum theory)
- synonym:
- quantum
2. (φυσική) η μικρότερη διακριτή ποσότητα κάποιας φυσικής ιδιότητας που ένα σύστημα μπορεί να διαθέτει (ανάλογα με την κβαντική θεωρία)
- συνώνυμο:
- κβαντικόσ