Translation meaning & definition of the word "qualified" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσόντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Qualified
[Ειδικευμένοσ]/kwɑləfaɪd/
adjective
1. Meeting the proper standards and requirements and training for an office or position or task
- "Many qualified applicants for the job"
- synonym:
- qualified
1. Την τήρηση των κατάλληλων προτύπων και απαιτήσεων και την κατάρτιση για ένα γραφείο ή θέση ή εργασία
- "Πολλοί ειδικευμένοι αιτούντες για την εργασία"
- συνώνυμο:
- ειδικευμένος
2. Limited or restricted
- Not absolute
- "Gave only qualified approval"
- synonym:
- qualified
2. Περιορισμένη ή περιορισμένη
- Όχι απόλυτο
- "Έχει μόνο ειδική έγκριση"
- συνώνυμο:
- ειδικευμένος
3. Holding appropriate documentation and officially on record as qualified to perform a specified function or practice a specified skill
- "A registered pharmacist"
- "A registered hospital"
- synonym:
- certified ,
- qualified
3. Κατοχή κατάλληλης τεκμηρίωσης και επίσημα σε εγγραφή ως προσόντα για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης λειτουργίας ή εξάσκησης
- "Εγγεγραμμένος φαρμακοποιός"
- "Εγγεγραμμένο νοσοκομείο"
- συνώνυμο:
- πιστοποιημένο ,
- ειδικευμένος
4. Restricted in meaning
- (As e.g. `man' in `a tall man')
- synonym:
- restricted ,
- qualified
4. Περιορισμένος στο νόημα
- (Ας π.χ. `άνθρωπος' σε `έναν ψηλό άνδρα')
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- ειδικευμένος
5. Contingent on something else
- synonym:
- dependent ,
- dependant ,
- qualified
5. Εξαρτάται από κάτι άλλο
- συνώνυμο:
- εξαρτώμενοσ ,
- ειδικευμένος
Examples of using
He was considered very qualified for the job.
Θεωρήθηκε πολύ κατάλληλος για τη δουλειά.
I doubt he is qualified enough to manage such a team!
Αμφιβάλλω αν είναι αρκετά ικανός να διαχειριστεί μια τέτοια ομάδα!
It will take him at least two years to be qualified for that post.
Θα χρειαστεί τουλάχιστον δύο χρόνια για να είναι κατάλληλος για τη θέση αυτή.