Translation meaning & definition of the word "quaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκινητοβιομηχανία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quaker
[Κουάκερ]/kwekər/
noun
1. A member of the religious society of friends founded by george fox (the friends have never called themselves quakers)
- synonym:
- Friend ,
- Quaker
1. Ένα μέλος της θρησκευτικής εταιρείας φίλων που ίδρυσε ο τζορτζ φοξ (οι φίλοι δεν αποκαλούνται ποτέ κουαγκέρ
- συνώνυμο:
- Φίλος ,
- Κουάκερ
2. One who quakes and trembles with (or as with) fear
- synonym:
- quaker ,
- trembler
2. Αυτός που σείζει και τρέμει με το ( όπως και με το φόβο του)
- συνώνυμο:
- κουάκερ ,
- τρέμων