Translation meaning & definition of the word "quagmire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παζαρεύω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quagmire
[Τετράγωνο]/kwægmaɪər/
noun
1. A soft wet area of low-lying land that sinks underfoot
- synonym:
- mire ,
- quagmire ,
- quag ,
- morass ,
- slack
1. Μια μαλακή υγρή περιοχή χαμηλού υψομέτρου γης που βυθίζεται κάτω από τα πόδια
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- τεμπέλησ ,
- τετράγωνο ,
- παραφουσκωμένοσ ,
- χαλαρός