Translation meaning & definition of the word "quack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουακ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Quack
[Κουάκ]/kwæk/
noun
1. An untrained person who pretends to be a physician and who dispenses medical advice
- synonym:
- quack
1. Ένα ανεκπαίδευτο άτομο που προσποιείται ότι είναι γιατρός και που δίνει ιατρική συμβουλή
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
2. The harsh sound of a duck
- synonym:
- quack
2. Ο σκληρός ήχος μιας πάπιας
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
verb
1. Utter quacking noises
- "The ducks quacked"
- synonym:
- quack
1. Απόλυτος θόρυβος
- "Οι πάπιες τσαλακώνονται"
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
2. Act as a medical quack or a charlatan
- synonym:
- quack
2. Λειτουργεί ως ιατρικό κουάκ ή τσαρλατάν
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
adjective
1. Medically unqualified
- "A quack doctor"
- synonym:
- quack(a)
1. Ιατρικά ανειδίκευτα
- "Ένας κουάκ γιατρός"
- συνώνυμο:
- κουκ(α)
Examples of using
He must be a quack doctor.
Πρέπει να είναι γιατρός.
"Quack, quack," said the duck.
"Καραμέλα, κουάκ", είπε η πάπια.
The cow goes "moo," the rooster goes "cock-a-doodle-doo," the pig goes "oink, oink," the duck goes "quack, quack" and the cat goes "meow."
Η αγελάδα πηγαίνει "μου," ο κόκορας πηγαίνει "σοκ-α-ντουλ," ο χοίρος πηγαίνει "ροζ, ουγκιά", η πάπια πηγαίνει "τετράγωνο", και η γάτα."