Translation meaning & definition of the word "pyramid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυραμίδα" στην ελληνική γλώσσα
Pyramid
[Πυραμίδα]noun
1. A polyhedron having a polygonal base and triangular sides with a common vertex
- synonym:
- pyramid
1. Ένα πολύεδρο που έχει πολυγωνική βάση και τριγωνικές πλευρές με κοινή κορυφή
- συνώνυμο:
- πυραμίδα
2. (stock market) a series of transactions in which the speculator increases his holdings by using the rising market value of those holdings as margin for further purchases
- synonym:
- pyramid
2. (αγορά) μια σειρά συναλλαγών στις οποίες ο κερδοσκόπος αυξάνει τις συμμετοχές του χρησιμοποιώντας την αυξανόμενη αγοραία αξία των συμμετοχών
- συνώνυμο:
- πυραμίδα
3. A massive monument with a square base and four triangular sides
- Begun by cheops around 2700 bc as royal tombs in ancient egypt
- synonym:
- Pyramid ,
- Great Pyramid ,
- Pyramids of Egypt
3. Ένα τεράστιο μνημείο με τετράγωνη βάση και τέσσερις τριγωνικές πλευρές
- Ξεκίνησε από τον χέοπα γύρω στο 2700 π.χ. ως βασιλικοί τάφοι στην αρχαία αίγυπτο
- συνώνυμο:
- Πυραμίδα ,
- Μεγάλη Πυραμίδα ,
- Πυραμίδες της Αιγύπτου
verb
1. Enlarge one's holdings on an exchange on a continued rise by using paper profits as margin to buy additional amounts
- synonym:
- pyramid
1. Να διευρύνει τις συμμετοχές κάποιου σε μια ανταλλαγή συνεχούς αύξησης χρησιμοποιώντας τα κέρδη χαρτιού ως περιθώριο για την αγορά πρόσθετων ποσών
- συνώνυμο:
- πυραμίδα
2. Use or deal in (as of stock or commercial transaction) in a pyramid deal
- synonym:
- pyramid
2. Χρήση ή αντιμετώπιση σε (α του αποθέματος ή εμπορική συναλλαγή) σε μια συμφωνία πυραμίδας
- συνώνυμο:
- πυραμίδα
3. Arrange or build up as if on the base of a pyramid
- synonym:
- pyramid
3. Τακτοποιήστε ή δημιουργήστε σαν στη βάση μιας πυραμίδας
- συνώνυμο:
- πυραμίδα
4. Increase rapidly and progressively step by step on a broad base
- synonym:
- pyramid
4. Αύξηση γρήγορα και σταδιακά βήμα προς βήμα σε μια ευρεία βάση
- συνώνυμο:
- πυραμίδα