Translation meaning & definition of the word "pylon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυλώνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pylon
[Πυλώνας]/paɪlɑn/
noun
1. A tower for guiding pilots or marking the turning point in a race
- synonym:
- pylon
1. Ένας πύργος για την καθοδήγηση των πιλότων ή τη σήμανση του σημείου καμπής σε έναν αγώνα
- συνώνυμο:
- πυλώνας
2. A large vertical steel tower supporting high-tension power lines
- "Power pylons are a favorite target for terrorists"
- synonym:
- pylon ,
- power pylon
2. Ένας μεγάλος κάθετος πύργος χάλυβα που υποστηρίζει τις γραμμές ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης
- "Οι πυλώνες δύναμης είναι ένας αγαπημένος στόχος για τους τρομοκράτες"
- συνώνυμο:
- πυλώνας ,
- πυλώνας ισχύος