Translation meaning & definition of the word "puzzling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παζλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Puzzling
[Παζλ]/pəzəlɪŋ/
adjective
1. Not clear to the understanding
- "I didn't grasp the meaning of that enigmatic comment until much later"
- "Prophetic texts so enigmatic that their meaning has been disputed for centuries"
- synonym:
- enigmatic ,
- enigmatical ,
- puzzling
1. Δεν είναι σαφές στην κατανόηση
- "Δεν κατάλαβα την έννοια αυτού του αινιγματικού σχολίου μέχρι πολύ αργότερα"
- "Τα προφητικά κείμενα είναι τόσο αινιγματικά που η σημασία τους έχει αμφισβητηθεί εδώ και αιώνες"
- συνώνυμο:
- αινιγματικόσ
2. Lacking clarity of meaning
- Causing confusion or perplexity
- "Sent confusing signals to iraq"
- "Perplexing to someone who knew nothing about it"
- "A puzzling statement"
- synonym:
- confusing ,
- perplexing ,
- puzzling
2. Απουσία σαφήνειας νοήματος
- Προκαλώντας σύγχυση ή περιπλοκή
- "Στέλνοντας μπερδεμένα μηνύματα στο ιράκ"
- "Αμηχανία για κάποιον που δεν ήξερε τίποτα για αυτό"
- "Μια αινιγματική δήλωση"
- συνώνυμο:
- σύγχυση ,
- αμηχανία ,
- αινιγματικόσ
Examples of using
This is puzzling.
Αυτό είναι αινιγματικό.