Translation meaning & definition of the word "putty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριστερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Putty
[Στόκος]/pəti/
noun
1. A dough-like mixture of whiting and boiled linseed oil
- Used especially to patch woodwork or secure panes of glass
- synonym:
- putty
1. Ένα μίγμα ζύμης που μοιάζει με κλαψουρίζει και βραστό λινέλαιο
- Χρησιμοποιημένος ειδικά για να επιστρέψει το ξύλο ή τα ασφαλή ταψιά του γυαλιού
- συνώνυμο:
- στόκος
verb
1. Apply putty in order to fix or fill
- "Putty the window sash"
- synonym:
- putty
1. Εφαρμόστε στόκος για να διορθώσετε ή να γεμίσετε
- "Ακουμπήστε το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- στόκος