Translation meaning & definition of the word "putter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Putter
[Στολίζω]/pətər/
noun
1. A golfer who is putting
- synonym:
- putter
1. Ένας παίκτης που βάζει
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
2. The iron normally used on the putting green
- synonym:
- putter ,
- putting iron
2. Το σίδερο που χρησιμοποιείται συνήθως στην πράσινη τοποθέτηση
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- βάζοντας σίδερο
verb
1. Work lightly
- "The old lady is pottering around in the garden"
- synonym:
- potter ,
- putter
1. Εργαστείτε ελαφρά
- "Η ηλικιωμένη κυρία ποτίζει γύρω στον κήπο"
- συνώνυμο:
- αγγειοπλάστησ ,
- παραπονιέμαι
2. Do random, unplanned work or activities or spend time idly
- "The old lady is usually mucking about in her little house"
- synonym:
- putter ,
- mess around ,
- potter ,
- tinker ,
- monkey ,
- monkey around ,
- muck about ,
- muck around
2. Κάντε τυχαία, μη προγραμματισμένη εργασία ή δραστηριότητες ή περάστε αδρανή χρόνο
- "Η ηλικιωμένη κυρία συνήθως περιπλανιέται στο μικρό της σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ανακατώ ,
- αγγειοπλάστησ ,
- τίνκερ ,
- μαϊμού ,
- μαϊμού γύρω ,
- περιπλανώμαι
3. Move around aimlessly
- synonym:
- putter ,
- potter ,
- potter around ,
- putter around
3. Μετακινηθείτε άσκοπα
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αγγειοπλάστησ ,
- αγγειοπλάστης γύρω ,
- περιπλανώμαι