Translation meaning & definition of the word "putt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Putt
[Στρώνω]/pət/
noun
1. Hitting a golf ball that is on the green using a putter
- "His putting let him down today
- He didn't sink a single putt over three feet"
- synonym:
- putt ,
- putting
1. Χτυπώντας μια μπάλα του γκολφ που είναι στο πράσινο χρησιμοποιώντας έναν πάγκο
- "Τον απογοητεύει σήμερα
- Δεν βούλιαξε ούτε ένα στήριγμα πάνω από τρία πόδια"
- συνώνυμο:
- πουτ ,
- βάζω
verb
1. Strike (a golf ball) lightly, with a putter
- "He putted the ball several feet past the hole"
- synonym:
- putt
1. Απεργία (α γκολφ μπάλ) ελαφρά, με έναν παίκτη
- "Έβαλε την μπάλα αρκετά πόδια πέρα από την τρύπα"
- συνώνυμο:
- πουτ
2. Hit a putt
- "He lost because he putted so poorly"
- synonym:
- putt
2. Χτυπώ ένα παλιό παιχνίδι
- "Έχασε επειδή έβαλε τόσο άσχημα"
- συνώνυμο:
- πουτ