Translation meaning & definition of the word "put" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
Put
[Βάλτε]noun
1. The option to sell a given stock (or stock index or commodity future) at a given price before a given date
- synonym:
- put option ,
- put
1. Η επιλογή να πουλήσει ένα δεδομένο απόθεμα δείκτη αποθέματος (ή ή εμπόρευμα μέλλον) σε μια δεδομένη τιμή πριν από μια δεδομένη ημερομηνία
- συνώνυμο:
- βάζω επιλογή ,
- βάζω
verb
1. Put into a certain place or abstract location
- "Put your things here"
- "Set the tray down"
- "Set the dogs on the scent of the missing children"
- "Place emphasis on a certain point"
- synonym:
- put ,
- set ,
- place ,
- pose ,
- position ,
- lay
1. Τοποθετήστε το σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή μια αφηρημένη τοποθεσία
- "Στη συνέχεια, τα πράγματά σας εδώ"
- "Βάλτε το δίσκο κάτω"
- "Βάλτε τα σκυλιά στη μυρωδιά των αγνοουμένων παιδιών"
- "Τοποθετήστε έμφαση σε ένα συγκεκριμένο σημείο"
- συνώνυμο:
- βάζω ,
- σετ ,
- τοποθετώ ,
- πόζα ,
- θέση
2. Cause to be in a certain state
- Cause to be in a certain relation
- "That song put me in awful good humor"
- "Put your ideas in writing"
- synonym:
- put
2. Αιτία να είναι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- Αιτία να είναι σε μια συγκεκριμένη σχέση
- "Αυτό το τραγούδι με έβαλε σε απαίσιο χιούμορ"
- "Αναρτήστε τις ιδέες σας γραπτώς"
- συνώνυμο:
- βάζω
3. Formulate in a particular style or language
- "I wouldn't put it that way"
- "She cast her request in very polite language"
- synonym:
- frame ,
- redact ,
- cast ,
- put ,
- couch
3. Διατυπώστε σε ένα συγκεκριμένο στυλ ή γλώσσα
- "Δεν θα το έβαζα έτσι"
- "Έβαλε το αίτημά της σε πολύ ευγενική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- πλαίσιο ,
- επαναλαμβάνω ,
- κατασκευάζω ,
- βάζω ,
- καναπές
4. Attribute or give
- "She put too much emphasis on her the last statement"
- "He put all his efforts into this job"
- "The teacher put an interesting twist to the interpretation of the story"
- synonym:
- put ,
- assign
4. Χαρακτηριστικό ή δώστε
- "Έβαλε υπερβολική έμφαση στην τελευταία της δήλωση"
- "Έβαλε όλες τις προσπάθειές του σε αυτή τη δουλειά"
- "Ο δάσκαλος έβαλε μια ενδιαφέρουσα συστροφή στην ερμηνεία της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- βάζω ,
- αναθέτω
5. Make an investment
- "Put money into bonds"
- synonym:
- invest ,
- put ,
- commit ,
- place
5. Κάνω επένδυση
- "Τα χρήματα σε ομόλογα"
- συνώνυμο:
- επενδύω ,
- βάζω ,
- αποφασίζω ,
- τοποθετώ
6. Estimate
- "We put the time of arrival at 8 p.m."
- synonym:
- place ,
- put ,
- set
6. Εκτίμηση
- "Τοποθετούμε την ώρα άφιξης στις 8 μ.μ."
- συνώνυμο:
- τοποθετώ ,
- βάζω ,
- σετ
7. Cause (someone) to undergo something
- "He put her to the torture"
- synonym:
- put
7. Αιτία (απονέκρυγχο να υποβληθεί σε κάτι
- "Την έβαλε στα βασανιστήρια"
- συνώνυμο:
- βάζω
8. Adapt
- "Put these words to music"
- synonym:
- put
8. Προσαρμόζομαι
- "Βάλτε αυτές τις λέξεις στη μουσική"
- συνώνυμο:
- βάζω
9. Arrange thoughts, ideas, temporal events
- "Arrange my schedule"
- "Set up one's life"
- "I put these memories with those of bygone times"
- synonym:
- arrange ,
- set up ,
- put ,
- order
9. Τακτοποιήστε σκέψεις, ιδέες, χρονικά γεγονότα
- "Αναρτήστε το πρόγραμμά μου"
- "Στήστε τη ζωή κάποιου"
- "Έβαλα αυτές τις αναμνήσεις με εκείνες των άλλων εποχών"
- συνώνυμο:
- τακτοποιώ ,
- στήνω ,
- βάζω ,
- παραγγελία