Translation meaning & definition of the word "pussy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουνί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pussy
[Μουνί]/pʊsi/
noun
1. Obscene terms for female genitals
- synonym:
- cunt ,
- puss ,
- pussy ,
- slit ,
- snatch ,
- twat
1. Άσεμνοι όροι για τα γυναικεία γεννητικά όργανα
- συνώνυμο:
- μουνί ,
- πουλί ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- αρπάζω ,
- τουίτ
2. Informal terms referring to a domestic cat
- synonym:
- kitty ,
- kitty-cat ,
- puss ,
- pussy ,
- pussycat
2. Άτυποι όροι που αναφέρονται σε μια οικιακή γάτα
- συνώνυμο:
- γατούλα ,
- γάτα ,
- πουλί ,
- μουνί ,
- μουντάκι
adjective
1. Containing pus
- "A purulent wound"
- synonym:
- purulent ,
- pussy
1. Πύον που περιέχει
- "Πυώδης πληγή"
- συνώνυμο:
- πολυτελής ,
- μουνί
Examples of using
Your pussy stinks when you have sex with me, because you are a dirty slut.
Το μουνί σου βρωμάει όταν κάνεις σεξ μαζί μου, γιατί είσαι μια βρώμικη πόρνη.
According to Vladimir Chizhov, the word "pussy" is indecent.
Σύμφωνα με τον Βλαντιμίρ Τσίζοφ, η λέξη "μουνί" είναι άσεμνη.