Translation meaning & definition of the word "puss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Puss
[Μπους]/pʊs/
noun
1. Obscene terms for female genitals
- synonym:
- cunt ,
- puss ,
- pussy ,
- slit ,
- snatch ,
- twat
1. Άσεμνοι όροι για τα γυναικεία γεννητικά όργανα
- συνώνυμο:
- μουνί ,
- πουλί ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- αρπάζω ,
- τουίτ
2. Informal terms referring to a domestic cat
- synonym:
- kitty ,
- kitty-cat ,
- puss ,
- pussy ,
- pussycat
2. Άτυποι όροι που αναφέρονται σε μια οικιακή γάτα
- συνώνυμο:
- γατούλα ,
- γάτα ,
- πουλί ,
- μουνί ,
- μουντάκι