Translation meaning & definition of the word "pushover" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάνω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pushover
[Καταπίνω]/pʊʃoʊvər/
noun
1. Someone who is easily taken advantage of
- synonym:
- pushover
1. Κάποιος που εύκολα εκμεταλλεύεται
- συνώνυμο:
- πιέζω
2. Any undertaking that is easy to do
- "Marketing this product will be no picnic"
- synonym:
- cinch ,
- breeze ,
- picnic ,
- snap ,
- duck soup ,
- child's play ,
- pushover ,
- walkover ,
- piece of cake
2. Κάθε επιχείρηση που είναι εύκολο να το κάνει
- "Το μάρκετινγκ αυτού του προϊόντος δεν θα είναι πικνίκ"
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη ,
- αεράκι ,
- πικνίκ ,
- αποτυγχάνω ,
- σούπα πάπιας ,
- παιδικό παιχνίδι ,
- πιέζω ,
- περιπατώ ,
- κομμάτι κέικ