Translation meaning & definition of the word "purview" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Purview
[Καθαριότητα]/pərvju/
noun
1. The range of interest or activity that can be anticipated
- "It is beyond the horizon of present knowledge"
- synonym:
- horizon ,
- view ,
- purview
1. Το εύρος ενδιαφέροντος ή δραστηριότητας που μπορεί να προβλεφθεί
- "Είναι πέρα από τον ορίζοντα της σημερινής γνώσης"
- συνώνυμο:
- ορίζοντασ ,
- προβολή ,
- πορνογραφία