Translation meaning & definition of the word "purse" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πορτοφόλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Purse
[Πορτοφόλι]/pərs/
noun
1. A container used for carrying money and small personal items or accessories (especially by women)
- "She reached into her bag and found a comb"
- synonym:
- bag ,
- handbag ,
- pocketbook ,
- purse
1. Δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χρημάτων και μικρών προσωπικών αντικειμένων ή αξεσουάρ (ειδικά από γυναίκες)
- "Άπλωσε το χέρι στην τσάντα της και βρήκε μια χτένα"
- συνώνυμο:
- τσάντα ,
- τσάντα χειρός ,
- χαρτζιλίκι ,
- τσαντάκι
2. A sum of money spoken of as the contents of a money purse
- "He made the contribution out of his own purse"
- "He and his wife shared a common purse"
- synonym:
- purse
2. Ένα χρηματικό ποσό που λέγεται ως το περιεχόμενο ενός πορτοφολιού χρημάτων
- "Έκανε τη συνεισφορά από το δικό του πορτοφόλι"
- "Αυτός και η γυναίκα του μοιράζονταν ένα κοινό πορτοφόλι"
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
3. A small bag for carrying money
- synonym:
- purse
3. Μια μικρή τσάντα για να κουβαλάς χρήματα
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
4. A sum of money offered as a prize
- "The purse barely covered the winner's expenses"
- synonym:
- purse
4. Χρηματικό ποσό που προσφέρεται ως έπαθλο
- "Το πορτοφόλι μόλις κάλυπτε τα έξοδα του νικητή"
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
verb
1. Contract one's lips into a rounded shape
- synonym:
- purse
1. Συστέλλουμε τα χείλη κάποιου σε στρογγυλεμένο σχήμα
- συνώνυμο:
- τσαντάκι
2. Gather or contract into wrinkles or folds
- Pucker
- "Purse ones's lips"
- synonym:
- purse ,
- wrinkle
2. Συγκεντρώστε ή συστέλλετε σε ρυτίδες ή πτυχές
- Πουτσουρεκάκι
- "Τρυπήστε τα χείλη"
- συνώνυμο:
- τσαντάκι ,
- ρυτίδα
Examples of using
How much money do you have in your purse?
Πόσα λεφτά έχεις στην τσάντα σου;
I've lost my purse again.
Έχω χάσει πάλι το πορτοφόλι μου.
I forgot my purse in the church.
Ξέχασα το πορτοφόλι μου στην εκκλησία.