Translation meaning & definition of the word "purity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Purity
[Αγνότητα]/pjʊrəti/
noun
1. Being undiluted or unmixed with extraneous material
- synonym:
- purity ,
- pureness
1. Όντας αδιάλυτος ή αναμεμειγμένος με το ξένο υλικό
- συνώνυμο:
- καθαρότητα
2. The state of being unsullied by sin or moral wrong
- Lacking a knowledge of evil
- synonym:
- purity ,
- pureness ,
- sinlessness ,
- innocence ,
- whiteness
2. Η κατάσταση του να είσαι αναξιόπιστος από την αμαρτία ή το ηθικό λάθος
- Λείπει η γνώση του κακού
- συνώνυμο:
- καθαρότητα ,
- αναμάρτητοσ ,
- αθωότητα ,
- λευκότητα
3. A woman's virtue or chastity
- synonym:
- honor ,
- honour ,
- purity ,
- pureness
3. Η αρετή ή η αγνότητα μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- τιμή ,
- καθαρότητα