Translation meaning & definition of the word "purify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Purify
[Καθαρίζω]/pjʊrəfaɪ/
verb
1. Remove impurities from, increase the concentration of, and separate through the process of distillation
- "Purify the water"
- synonym:
- purify ,
- sublimate ,
- make pure ,
- distill
1. Αφαιρέστε τις ακαθαρσίες από, αυξήστε τη συγκέντρωση και διαχωρίστε μέσω της διαδικασίας της απόσταξης
- "Καθαρίστε το νερό"
- συνώνυμο:
- καθαρίζω ,
- υποκλίμα ,
- απόσταγμα
2. Make pure or free from sin or guilt
- "He left the monastery purified"
- synonym:
- purify ,
- purge ,
- sanctify
2. Κάνε αγνό ή απαλλαγμένο από αμαρτία ή ενοχή
- "Έφυγε από το μοναστήρι καθαρισμένο"
- συνώνυμο:
- καθαρίζω ,
- εκκαθάριση ,
- αγιάζω
3. Become clean or pure or free of guilt and sin
- "The hippies came to the ashram in order to purify"
- synonym:
- purify
3. Γίνετε καθαροί ή αγνοί ή απαλλαγμένοι από την ενοχή και την αμαρτία
- "Οι χίπις ήρθαν στο άσραμ για να καθαρίσουν"
- συνώνυμο:
- καθαρίζω