Translation meaning & definition of the word "purification" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Purification
[Καθαρισμός]/pjʊrəfəkeʃən/
noun
1. The act of cleaning by getting rid of impurities
- synonym:
- purification
1. Η πράξη του καθαρισμού με την απαλλαγή από τις ακαθαρσίες
- συνώνυμο:
- καθαρισμός
2. The process of removing impurities (as from oil or metals or sugar etc.)
- synonym:
- refining ,
- refinement ,
- purification
2. Η διαδικασία αφαίρεσης των ακαθαρσιών (από λάδι ή μέταλλα ή ζάχαρη κ.λπ
- συνώνυμο:
- εξευγενισμό ,
- βελτίωση ,
- καθαρισμός
3. A ceremonial cleansing from defilement or uncleanness by the performance of appropriate rites
- synonym:
- purification ,
- purgation
3. Ένας τελετουργικός καθαρισμός από μολύνσεις ή ακαθαρσίες με την εκτέλεση κατάλληλων τελετών
- συνώνυμο:
- καθαρισμός
4. The act of purging of sin or guilt
- Moral or spiritual cleansing
- "Purification through repentance"
- synonym:
- purification
4. Η πράξη της κάθαρσης της αμαρτίας ή της ενοχής
- Ηθική ή πνευματική κάθαρση
- "Καθαρισμός μέσω της μετάνοιας"
- συνώνυμο:
- καθαρισμός