Translation meaning & definition of the word "purge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφίδα" στην ελληνική γλώσσα
Purge
[Καθαρίζω]noun
1. The act of clearing yourself (or another) from some stigma or charge
- synonym:
- purge ,
- purging ,
- purgation
1. Η πράξη της εκκαθάρισης του εαυτού σας (ή άλλη) από κάποιο στίγμα ή φόρτιση
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση ,
- καθαρισμός
2. An act of removing by cleansing
- Ridding of sediment or other undesired elements
- synonym:
- purge ,
- purging
2. Μια πράξη αφαίρεσης με καθαρισμό
- Απαλλαγή από ιζήματα ή άλλα ανεπιθύμητα στοιχεία
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση
3. An abrupt or sudden removal of a person or group from an organization or place
- "He died in a purge by stalin"
- synonym:
- purge
3. Μια απότομη ή ξαφνική αφαίρεση ενός ατόμου ή μιας ομάδας από έναν οργανισμό ή τόπο
- "Πέθανε σε μια εκκαθάριση από τον στάλιν"
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση
verb
1. Oust politically
- "Deng xiao ping was purged several times throughout his lifetime"
- synonym:
- purge
1. Πολιτικά εκδιώχνευση
- "Ο ντενγκ σιάο πινγκ εκκαθαρίστηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του"
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση
2. Clear of a charge
- synonym:
- purge
2. Απαλλαγή από μια χρέωση
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση
3. Make pure or free from sin or guilt
- "He left the monastery purified"
- synonym:
- purify ,
- purge ,
- sanctify
3. Κάνε αγνό ή απαλλαγμένο από αμαρτία ή ενοχή
- "Έφυγε από το μοναστήρι καθαρισμένο"
- συνώνυμο:
- καθαρίζω ,
- εκκαθάριση ,
- αγιάζω
4. Rid of impurities
- "Purge the water"
- "Purge your mind"
- synonym:
- purge
4. Απαλλαγείτε από τις ακαθαρσίες
- "Καθαρίστε το νερό"
- "Καθαρίστε το μυαλό σας"
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση
5. Rinse, clean, or empty with a liquid
- "Flush the wound with antibiotics"
- "Purge the old gas tank"
- synonym:
- flush ,
- scour ,
- purge
5. Ξεπλύνετε, καθαρίστε ή αδειάστε με ένα υγρό
- "Ξεπλύνετε την πληγή με αντιβιοτικά"
- "Καθαρίστε την παλιά δεξαμενή αερίου"
- συνώνυμο:
- επίπλευση ,
- παραγέμισμα ,
- εκκαθάριση
6. Eject the contents of the stomach through the mouth
- "After drinking too much, the students vomited"
- "He purged continuously"
- "The patient regurgitated the food we gave him last night"
- synonym:
- vomit ,
- vomit up ,
- purge ,
- cast ,
- sick ,
- cat ,
- be sick ,
- disgorge ,
- regorge ,
- retch ,
- puke ,
- barf ,
- spew ,
- spue ,
- chuck ,
- upchuck ,
- honk ,
- regurgitate ,
- throw up
6. Εκτινάξτε το περιεχόμενο του στομάχου μέσω του στόματος
- "Αφού έπιναν πάρα πολύ, οι μαθητές έκαναν εμετό"
- "Καθαρίζει συνεχώς"
- "Ο ασθενής αναβίωσε το φαγητό που του δώσαμε χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- εμετός ,
- κάνω εμετό ,
- εκκαθάριση ,
- κατασκευάζω ,
- άρρωστος ,
- γάτα ,
- αρρωσταίνω ,
- ντροπή ,
- αναβάτησ ,
- ανακατεύω ,
- πούκε ,
- μπαρ ,
- ανατροπή ,
- σπουδή ,
- τσοκ ,
- ανατριχιάζω ,
- τουφέκι ,
- αναμασώ ,
- πετάω
7. Excrete or evacuate (someone's bowels or body)
- "The doctor decided that the patient must be purged"
- synonym:
- purge
7. Εκκρίνετε ή εκκενώνετε τα έντερα ή το σώμα της (απόνης
- "Ο γιατρός αποφάσισε ότι ο ασθενής πρέπει να εκκαθαριστεί"
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση