Translation meaning & definition of the word "purgatory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρτήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Purgatory
[Καθαρτήριο]/pərgətɔri/
noun
1. A temporary condition of torment or suffering
- "A purgatory of drug abuse"
- synonym:
- purgatory
1. Μια προσωρινή κατάσταση βασανισμού ή πόνου
- "Καθαρτήριο της κατάχρησης ναρκωτικών"
- συνώνυμο:
- καθαρτήριο
2. (theology) in roman catholic theology the place where those who have died in a state of grace undergo limited torment to expiate their sins
- synonym:
- purgatory
2. (θεολογία) στη ρωμαιοκαθολική θεολογία ο τόπος όπου όσοι έχουν πεθάνει σε κατάσταση χάριτος υποβάλλονται σε περιορισμένο βασανισμό για να διώξουν
- συνώνυμο:
- καθαρτήριο