Translation meaning & definition of the word "pure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pure
[Καθαρός]/pjʊr/
adjective
1. Free of extraneous elements of any kind
- "Pure air and water"
- "Pure gold"
- "Pure primary colors"
- "The violin's pure and lovely song"
- "Pure tones"
- "Pure oxygen"
- synonym:
- pure
1. Χωρίς ξένα στοιχεία οποιουδήποτε είδους
- "Καθαρός αέρας και νερό"
- "Καθαρός χρυσός"
- "Καθαρά πρωτογενή χρώματα"
- "Το αγνό και όμορφο τραγούδι του βιολιού"
- "Καθαροί τόνοι"
- "Καθαρό οξυγόνο"
- συνώνυμο:
- καθαρός
2. Without qualification
- Used informally as (often pejorative) intensifiers
- "An arrant fool"
- "A complete coward"
- "A consummate fool"
- "A double-dyed villain"
- "Gross negligence"
- "A perfect idiot"
- "Pure folly"
- "What a sodding mess"
- "Stark staring mad"
- "A thoroughgoing villain"
- "Utter nonsense"
- "The unadulterated truth"
- synonym:
- arrant(a) ,
- complete(a) ,
- consummate(a) ,
- double-dyed(a) ,
- everlasting(a) ,
- gross(a) ,
- perfect(a) ,
- pure(a) ,
- sodding(a) ,
- stark(a) ,
- staring(a) ,
- thoroughgoing(a) ,
- utter(a) ,
- unadulterated
2. Χωρίς προσόντα
- Χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως (πέντεκα ενισχυτές πιεζοριωδίας)
- "Ένας ανόητος"
- "Εντελώς δειλός"
- "Ένας απόλυτος ανόητος"
- "Ένας διπλός κακοποιός"
- "Ακατάπαυστη αμέλεια"
- "Τέλειος ηλίθιος"
- "Καθαρή τρέλα"
- "Τι χάλια"
- "Ο σταρκ κοιτάζει τρελός"
- "Ενδελεχής κακοποιός"
- "Ανοησίες"
- "Η ανόθευτη αλήθεια"
- συνώνυμο:
- φυσιολογική( ,
- πλήρη( ,
- ολερατ() ,
- διπλή-βαμμένη( ,
- αιων(Α) ,
- χονδρο( ,
- τελειο( ,
- πλουρι( ,
- σοδ() ,
- σταρκ(α) ,
- βλέπω το Στάριγγα( ,
- πλήρης (Α) ,
- λουλ() ,
- ανόθευτοσ
3. (of color) being chromatically pure
- Not diluted with white or grey or black
- synonym:
- saturated ,
- pure
3. ( του χρώματος) είναι χρωματικά καθαρό
- Δεν αραιώνεται με λευκό ή γκρι ή μαύρο
- συνώνυμο:
- κορεσμένα ,
- καθαρός
4. Free from discordant qualities
- synonym:
- pure
4. Απαλλαγμένο από ασυμφωνία ιδιότητες
- συνώνυμο:
- καθαρός
5. Concerned with theory and data rather than practice
- Opposed to applied
- "Pure science"
- synonym:
- pure
5. Ασχολείται με τη θεωρία και τα δεδομένα και όχι με την πράξη
- Αντίθετα με την εφαρμογή
- "Καθαρή επιστήμη"
- συνώνυμο:
- καθαρός
6. (used of persons or behaviors) having no faults
- Sinless
- "I felt pure and sweet as a new baby"- sylvia plath
- "Pure as the driven snow"
- synonym:
- pure
6. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή συμπεριφορές) που δεν έχει ελαττώματα
- Αναμάρτητοσ
- "Ένιωσα αγνή και γλυκιά σαν νέο μωρό" - σύλβια πλαθ
- "Καθαρό ως το χιόνι που οδηγείται"
- συνώνυμο:
- καθαρός
7. In a state of sexual virginity
- "Pure and vestal modesty"
- "A spinster or virgin lady"
- "Men have decreed that their women must be pure and virginal"
- synonym:
- pure ,
- vestal ,
- virgin ,
- virginal ,
- virtuous
7. Σε κατάσταση σεξουαλικής παρθενίας
- "Καθαρή και αναλλοίωτη σεμνότητα"
- "Ένας περιστροφέας ή παρθένα κυρία"
- "Οι άνδρες έχουν αποφασίσει ότι οι γυναίκες τους πρέπει να είναι καθαρές και παρθένες"
- συνώνυμο:
- καθαρός ,
- αποφασιστικόσ ,
- παρθένος ,
- παρθενικόσ ,
- ενάρετος
Examples of using
This argument is pure rhetoric.
Αυτό το επιχείρημα είναι καθαρή ρητορική.
That's pure genius.
Αυτή είναι η καθαρή ιδιοφυΐα.
The water from the spring is very pure.
Το νερό από την άνοιξη είναι πολύ καθαρό.