Translation meaning & definition of the word "puppy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτάβι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Puppy
[Κουτάβι]/pəpi/
noun
1. A young dog
- synonym:
- puppy
1. Ένας νεαρός σκύλος
- συνώνυμο:
- κουτάβι
2. An inexperienced young person
- synonym:
- puppy ,
- pup
2. Ένας άπειρος νεαρός
- συνώνυμο:
- κουτάβι
Examples of using
I want it for my puppy!
Το θέλω για το κουτάβι μου!
What are little boys made of? Snips and snails and puppy dog tails.
Από τι είναι φτιαγμένα τα μικρά αγόρια? Σνιπ και σαλιγκάρια και ουρές σκύλων κουταβιών.
A young dog is called a "puppy."
Ένα νεαρό σκυλί ονομάζεται "κουτάβι."