Translation meaning & definition of the word "pup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μωρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pup
[Μαθητής]/pəp/
noun
1. Young of any of various canines such as a dog or wolf
- synonym:
- pup ,
- whelp
1. Νέος από οποιοδήποτε από τα διάφορα κυνόδοντες, όπως ένα σκυλί ή λύκος
- συνώνυμο:
- κουτάβι ,
- παλαβός
2. An inexperienced young person
- synonym:
- puppy ,
- pup
2. Ένας άπειρος νεαρός
- συνώνυμο:
- κουτάβι
verb
1. Birth
- "The dog whelped"
- synonym:
- whelp ,
- pup
1. Γέννηση
- "Ο σκύλος τραντάχτηκε"
- συνώνυμο:
- παλαβός ,
- κουτάβι