Translation meaning & definition of the word "punk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεθυσμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Punk
[Πανκ]/pəŋk/
noun
1. An aggressive and violent young criminal
- synonym:
- hood ,
- hoodlum ,
- goon ,
- punk ,
- thug ,
- tough ,
- toughie ,
- strong-armer
1. Ένας επιθετικός και βίαιος νεαρός εγκληματίας
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- απατεώνασ ,
- πηγαίνω ,
- πανκ ,
- κακοποιός ,
- σκληρός ,
- ισχυρός παραγωγός
2. Substance that smolders when ignited
- Used to light fuses (especially fireworks)
- synonym:
- punk
2. Ουσία που επιχαλύπτει όταν αναφλέγεται
- Χρησιμοποιείται στο φως ασφάλειες (ειδικά πυροτεχνήματα)
- συνώνυμο:
- πανκ
3. Material for starting a fire
- synonym:
- kindling ,
- tinder ,
- touchwood ,
- spunk ,
- punk
3. Υλικό για την έναρξη μιας πυρκαγιάς
- συνώνυμο:
- ανάβω ,
- τίντερ ,
- αγγελιοφόρο ,
- αποσπώ ,
- πανκ
4. A teenager or young adult who is a performer (or enthusiast) of punk rock and a member of the punk youth subculture
- synonym:
- punk rocker ,
- punk
4. Ένας έφηβος ή νεαρός ενήλικας που είναι ερμηνευτής ( λάτρης του πανκ ροκ και μέλος της υποκουλτούρας της νεολαίας
- συνώνυμο:
- πανκ ροκέρ ,
- πανκ
5. Rock music with deliberately offensive lyrics expressing anger and social alienation
- In part a reaction against progressive rock
- synonym:
- punk rock ,
- punk
5. Ροκ μουσική με σκόπιμα προσβλητικούς στίχους που εκφράζουν θυμό και κοινωνική αποξένωση
- Εν μέρει μια αντίδραση ενάντια στον προοδευτικό βράχο
- συνώνυμο:
- πανκ ροκ ,
- πανκ
adjective
1. Of very poor quality
- Flimsy
- synonym:
- bum ,
- cheap ,
- cheesy ,
- chintzy ,
- crummy ,
- punk ,
- sleazy ,
- tinny
1. Πολύ κακής ποιότητας
- Αδύνατοσ
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- φθηνόσ ,
- τυρώδησ ,
- απαλός ,
- τσαλακωμένοσ ,
- πανκ ,
- λεπτόσ ,
- ταινιόσ