Translation meaning & definition of the word "punish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τιμωρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Punish
[Τιμωρητικόσ]/pənɪʃ/
verb
1. Impose a penalty on
- Inflict punishment on
- "The students were penalized for showing up late for class"
- "We had to punish the dog for soiling the floor again"
- synonym:
- punish ,
- penalize ,
- penalise
1. Επιβάλλω ποινή σε
- Προκαλώ τιμωρία στο
- "Οι μαθητές τιμωρήθηκαν επειδή εμφανίστηκαν αργά για την τάξη"
- "Έπρεπε να τιμωρήσουμε το σκυλί για να μουλιάσει το πάτωμα και πάλι"
- συνώνυμο:
- τιμωρώ
Examples of using
We must punish him severely.
Πρέπει να τον τιμωρήσουμε αυστηρά.
Parents punish their children for misbehavior.
Οι γονείς τιμωρούν τα παιδιά τους για κακή συμπεριφορά.
They sought to punish him for his crime but he escaped.
Προσπάθησαν να τον τιμωρήσουν για το έγκλημά του, αλλά διέφυγε.