Translation meaning & definition of the word "pung" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πνιγμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pung
[Ποντίκι]/pəŋ/
noun
1. A one-horse sleigh consisting of a box on runners
- synonym:
- pung
1. Ένα έλκηθρο ενός άλογου που αποτελείται από ένα κουτί για δρομείς
- συνώνυμο:
- παντελόνι