Translation meaning & definition of the word "puncture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπύκνωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Puncture
[Συγκυρία]/pəŋkʧər/
noun
1. Loss of air pressure in a tire when a hole is made by some sharp object
- synonym:
- puncture
1. Απώλεια πίεσης αέρα σε ένα ελαστικό όταν μια τρύπα γίνεται από κάποιο αιχμηρό αντικείμενο
- συνώνυμο:
- τρύπημα
2. A small hole made by a sharp object
- synonym:
- puncture
2. Μια μικρή τρύπα από ένα αιχμηρό αντικείμενο
- συνώνυμο:
- τρύπημα
3. The act of puncturing or perforating
- synonym:
- puncture
3. Η πράξη της διάτρησης ή της διάτρησης
- συνώνυμο:
- τρύπημα
verb
1. Pierce with a pointed object
- Make a hole into
- "Puncture a tire"
- synonym:
- puncture
1. Τρύπα με ένα μυτερό αντικείμενο
- Φτιάχνω μια τρύπα
- "Στρώνοντας ένα ελαστικό"
- συνώνυμο:
- τρύπημα
2. Make by piercing
- "Puncture a hole"
- synonym:
- puncture
2. Κάνω διάτρηση
- "Στρώνοντας μια τρύπα"
- συνώνυμο:
- τρύπημα
3. Reduce or lessen the size or importance of
- "The bad review of his work deflated his self-confidence"
- synonym:
- deflate ,
- puncture
3. Μειώστε ή μειώστε το μέγεθος ή τη σημασία του
- "Η κακή αναθεώρηση του έργου του ξεφούσκωσε την αυτοπεποίθησή του"
- συνώνυμο:
- ξεφουσκώνω ,
- τρύπημα
4. Cause to lose air pressure or collapse by piercing
- "Puncture an air balloon"
- synonym:
- puncture
4. Αιτία για να χάσει την πίεση του αέρα ή να καταρρεύσει με τρύπημα
- "Στρώστε ένα μπαλόνι αέρα"
- συνώνυμο:
- τρύπημα
5. Be pierced or punctured
- "The tire punctured"
- synonym:
- puncture
5. Τρυπώ ή τρυπώ
- "Το ελαστικό τρυπήθηκε"
- συνώνυμο:
- τρύπημα