Translation meaning & definition of the word "punctuality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συχνότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Punctuality
[Συνέπεια]/pəŋkʧuælɪti/
noun
1. The quality or habit of adhering to an appointed time
- synonym:
- punctuality ,
- promptness
1. Η ποιότητα ή η συνήθεια της τήρησης σε καθορισμένο χρόνο
- συνώνυμο:
- ακρίβεια ,
- αμεσότητα
Examples of using
He prided himself on his punctuality.
Περηφανεύτηκε για την ακρίβειά του.