Translation meaning & definition of the word "punctual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιπεδό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Punctual
[Συνεπής]/pəŋkʧuəl/
adjective
1. Acting or arriving or performed exactly at the time appointed
- "She expected guests to be punctual at meals"
- "He is not a particularly punctual person"
- "Punctual payment"
- synonym:
- punctual
1. Ενεργώντας ή φθάνοντας ή εκτελείται ακριβώς τη στιγμή που ορίζεται
- "Αναμένεται οι επισκέπτες να είναι ακριβείς στα γεύματα"
- "Δεν είναι ένα ιδιαίτερα ακριβές άτομο"
- "Συγκεκριμένη πληρωμή"
- συνώνυμο:
- ακριβής
Examples of using
Try to be more punctual from now on.
Προσπαθήστε να είστε πιο ακριβείς από τώρα και στο εξής.
Try to be more punctual from now on.
Προσπαθήστε να είστε πιο ακριβείς από τώρα και στο εξής.
She doesn't like people who aren't punctual.
Δεν της αρέσουν οι άνθρωποι που δεν είναι ακριβείς.