Translation meaning & definition of the word "pumpkin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολοκύθα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pumpkin
[Κολοκύθα]/pəmpkɪn/
noun
1. A coarse vine widely cultivated for its large pulpy round orange fruit with firm orange skin and numerous seeds
- Subspecies of cucurbita pepo include the summer squashes and a few autumn squashes
- synonym:
- pumpkin ,
- pumpkin vine ,
- autumn pumpkin ,
- Cucurbita pepo
1. Ένα χοντρό αμπέλι που καλλιεργείται ευρέως για το μεγάλο στρογγυλό πορτοκαλί φρούτο του με σταθερό πορτοκαλί δέρμα και πολλούς σπόρους
- Τα υποείδη του πέπο περιλαμβάνουν τις καλοκαιρινές κολοκύθες και μερικές φθινοπωρινές κολοκύθες
- συνώνυμο:
- κολοκύθα ,
- αμπέλι κολοκύθας ,
- φθινοπωρινή κολοκύθα ,
- Πούπο του Κουκουρμπίτα
2. Usually large pulpy deep-yellow round fruit of the squash family maturing in late summer or early autumn
- synonym:
- pumpkin
2. Συνήθως μεγάλος παχουλός βαθυκίτρινος στρογγυλός καρπός της οικογένειας σκουός που ωριμάζει στα τέλη του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου
- συνώνυμο:
- κολοκύθα
Examples of using
Tom's pumpkin was the winner!
Η κολοκύθα του Τομ ήταν ο νικητής!
Tom doesn't know if Mary likes pumpkin pie or not.
Ο Τομ δεν ξέρει αν στη Μαίρη αρέσει η κολοκυθόπιτα ή όχι.
What a big pumpkin!
Τι μεγάλη κολοκύθα!