Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pulse" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pulse

[Παλμός]
/pəls/

noun

1. (electronics) a sharp transient wave in the normal electrical state (or a series of such transients)

  • "The pulsations seemed to be coming from a star"
    synonym:
  • pulsation
  • ,
  • pulsing
  • ,
  • pulse
  • ,
  • impulse

1. (ηλεκτρονικά) ένα αιχμηρό παροδικό κύμα στην κανονική ηλεκτρική κατάσταση (ή μια σειρά τέτοιων μεταβατικών)

  • "Οι παλμοί φάνηκαν να προέρχονται από ένα αστέρι"
    συνώνυμο:
  • παλμός
  • ,
  • παλμόσ
  • ,
  • ώθηση

2. The rhythmic contraction and expansion of the arteries with each beat of the heart

  • "He could feel the beat of her heart"
    synonym:
  • pulse
  • ,
  • pulsation
  • ,
  • heartbeat
  • ,
  • beat

2. Η ρυθμική συστολή και επέκταση των αρτηριών με κάθε ρυθμό της καρδιάς

  • "Μπορούσε να νιώσει τον χτύπο της καρδιάς της"
    συνώνυμο:
  • παλμός
  • ,
  • καρδιακός παλμός
  • ,
  • νικητής

3. The rate at which the heart beats

  • Usually measured to obtain a quick evaluation of a person's health
    synonym:
  • pulse
  • ,
  • pulse rate
  • ,
  • heart rate

3. Ο ρυθμός με τον οποίο χτυπάει η καρδιά

  • Συνήθως μετράται για να επιτευχθεί μια γρήγορη αξιολόγηση της υγείας ενός ατόμου
    συνώνυμο:
  • παλμός
  • ,
  • ρυθμός παλμού
  • ,
  • καρδιακός ρυθμός

4. Edible seeds of various pod-bearing plants (peas or beans or lentils etc.)

    synonym:
  • pulse

4. Βρώσιμοι σπόροι διαφόρων φυτών που φέρουν λοβό ή φασόλια ή φακές κλπ.(

    συνώνυμο:
  • παλμός

verb

1. Expand and contract rhythmically

  • Beat rhythmically
  • "The baby's heart was pulsating again after the surgeon massaged it"
    synonym:
  • pulsate
  • ,
  • throb
  • ,
  • pulse

1. Επεκτείνετε και συσπάστε ρυθμικά

  • Χτυπά ρυθμικά
  • "Η καρδιά του μωρού παλλόταν και πάλι αφού ο χειρουργός το έκανε μασάζ"
    συνώνυμο:
  • παλμικόσ
  • ,
  • παλλόμενοσ
  • ,
  • παλμός

2. Produce or modulate (as electromagnetic waves) in the form of short bursts or pulses or cause an apparatus to produce pulses

  • "Pulse waves"
  • "A transmitter pulsed by an electronic tube"
    synonym:
  • pulse
  • ,
  • pulsate

2. Παράγουν ή διαμορφώνουν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ( με τη μορφή σύντομων εκρήξεων ή παλμών ή προκαλούν συσκευή παραγωγής παλμών

  • "Κύματα παλμού"
  • "Ένας πομπός που παλλόταν από έναν ηλεκτρονικό σωλήνα"
    συνώνυμο:
  • παλμός
  • ,
  • παλμικόσ

3. Drive by or as if by pulsation

  • "A soft breeze pulsed the air"
    synonym:
  • pulse

3. Οδηγήστε με ή σαν με παλμό

  • "Ένα μαλακό αεράκι πάλλεται τον αέρα"
    συνώνυμο:
  • παλμός

Examples of using

You check for a pulse, but find none.
Ελέγχετε για έναν παλμό, αλλά δεν βρίσκετε κανέναν.
The doctor took my pulse.
Ο γιατρός πήρε τον παλμό μου.
In the patient's body the pulse began beating again.
Στο σώμα του ασθενούς ο παλμός άρχισε να χτυπάει και πάλι.