Translation meaning & definition of the word "pug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατημασιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pug
[Πατώ]/pəg/
noun
1. Small compact smooth-coated breed of asiatic origin having a tightly curled tail and broad flat wrinkled muzzle
- synonym:
- pug ,
- pug-dog
1. Μικρή συμπαγής λεία επικαλυμμένη φυλή ασιατικής προέλευσης που έχει μια σφιχτά καμπυλωμένη ουρά και ευρύ επίπεδο τσαλακωμένο ρύγχος
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- παγκ-ντογκ