Translation meaning & definition of the word "puffy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάφυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Puffy
[Απαλός]/pəfi/
adjective
1. Being puffed out
- Used of hair style or clothing
- "A bouffant skirt"
- synonym:
- bouffant ,
- puffy
1. Φουσκώνω
- Χρησιμοποιείται στυλ μαλλιών ή ρούχα
- "Μια φούστα μπουφάν"
- συνώνυμο:
- μπουφάν ,
- φουσκωμένοσ
2. Abnormally distended especially by fluids or gas
- "Hungry children with bloated stomachs"
- "He had a grossly distended stomach"
- "Eyes with puffed (or puffy) lids"
- "Swollen hands"
- "Tumescent tissue"
- "Puffy tumid flesh"
- synonym:
- puffy ,
- intumescent ,
- tumescent ,
- tumid ,
- turgid
2. Ασυνήθιστα διασταλμένος ειδικά από τα υγρά ή τα αέρια
- "Πεινασμένα παιδιά με φουσκωμένα στομάχια"
- "Είχε ένα κατάφωρα διασταλμένο στομάχι"
- "Μάτια με φουσκωμένα ( ή φουσκωτά καπάκια"
- "Πρησμένα χέρια"
- "Ταμειακός ιστός"
- "Κακή σάρκα"
- συνώνυμο:
- φουσκωμένοσ ,
- ενταφιαστικόσ ,
- αναθυμιάσεισ ,
- πέφτω ,
- τουργκίτησ
3. Blowing in puffs or short intermittent blasts
- "Puffy off-shore winds"
- "Gusty winds "
- synonym:
- gusty ,
- puffy
3. Φυσώντας στις εισπνοές ή τις σύντομες διαλείπουσες εκρήξεις
- "Κακοί άνεμοι εκτός της ξηράς"
- "Σκουριασμένοι άνεμοι "
- συνώνυμο:
- αποτυχημένοσ ,
- φουσκωμένοσ