Translation meaning & definition of the word "puffing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "που γεμίζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Puffing
[Περιποίηση]/pəfɪŋ/
noun
1. Blowing tobacco smoke out into the air
- "They smoked up the room with their ceaseless puffing"
- synonym:
- puffing
1. Φυσώντας καπνό τσιγάρου στον αέρα
- "Κάπνιζαν το δωμάτιο με το ασταμάτητο φούσκωμά τους"
- συνώνυμο:
- φούσκωμα
2. An act of forcible exhalation
- synonym:
- puffing ,
- huffing ,
- snorting
2. Μια πράξη βίαιης εκπνοής
- συνώνυμο:
- φούσκωμα ,
- αποπνικτικόσ