Translation meaning & definition of the word "pudgy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουτίγκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pudgy
[Πουτίγκα]/pəʤi/
adjective
1. Short and plump
- synonym:
- dumpy ,
- podgy ,
- pudgy ,
- tubby ,
- roly-poly
1. Κοντός και παχουλός
- συνώνυμο:
- αποβλακωμένοσ ,
- πόδι ,
- πουτίγκα ,
- τούμπι ,
- πολυ-πολυ