Translation meaning & definition of the word "pudding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουτίγκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pudding
[Πουτίγκα]/pʊdɪŋ/
noun
1. Any of various soft thick unsweetened baked dishes
- "Corn pudding"
- synonym:
- pudding
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μαλακά παχιά μη ζαχαρωμένα ψημένα πιάτα
- "Πουτίγκα καλαμποκιού"
- συνώνυμο:
- πουτίγκα
2. (british) the dessert course of a meal (`pud' is used informally)
- synonym:
- pudding ,
- pud
2. (βρετ) η πορεία επιδορπίου ενός γεύματος (`πουτί χρησιμοποιείται ανεπίσημα)
- συνώνυμο:
- πουτίγκα
3. Any of various soft sweet desserts thickened usually with flour and baked or boiled or steamed
- synonym:
- pudding
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μαλακά γλυκά επιδόρπια πυκνώνεται συνήθως με αλεύρι και ψημένο ή βρασμένο ή στον ατμό
- συνώνυμο:
- πουτίγκα
Examples of using
Peter remarked that the pudding was too sweet.
Ο Πέτρος παρατήρησε ότι η πουτίγκα ήταν πολύ γλυκιά.