Translation meaning & definition of the word "publicity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημοσιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Publicity
[Δημοσιότητα]/pəblɪsəti/
noun
1. A message issued in behalf of some product or cause or idea or person or institution
- "The packaging of new ideas"
- synonym:
- promotion ,
- publicity ,
- promotional material ,
- packaging
1. Μήνυμα που εκδίδεται για λογαριασμό κάποιου προϊόντος ή αιτίας ή ιδέας ή προσώπου ή ιδρύματος
- "Η συσκευασία των νέων ιδεών"
- συνώνυμο:
- προώθηση ,
- δημοσιότητα ,
- διαφημιστικό υλικό ,
- συσκευασία
2. The quality of being open to public view
- "The publicity of the court room"
- synonym:
- publicity
2. Η ποιότητα του να είσαι ανοιχτός στη δημόσια θέα
- "Η δημοσιότητα του δικαστηρίου"
- συνώνυμο:
- δημοσιότητα
Examples of using
You're going to get much publicity with this book.
Θα πάρετε πολλή δημοσιότητα με αυτό το βιβλίο.