Translation meaning & definition of the word "psychotherapist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχοθεραπευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Psychotherapist
[Ψυχοθεραπευτήσ]/saɪkəθɛrəpɪst/
noun
1. A therapist who deals with mental and emotional disorders
- synonym:
- psychotherapist ,
- clinical psychologist
1. Ένας θεραπευτής που ασχολείται με ψυχικές και συναισθηματικές διαταραχές
- συνώνυμο:
- ψυχοθεραπευτήσ ,
- κλινικός ψυχολόγος